υπερβολή

υπερβολή
5236 ὑπερβολή
{сущ., 8}
(пре)избыток, превосходство, преобладание; с 2596 (κατά) выступает как нареч. и обозн. крайне, чрезмерно, безмерно.
Ссылки: Рим. 7:13; 1Кор. 12:31; 2Кор. 1:8; 4:7, 17; 12:7; Гал. 1:13.*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "υπερβολή" в других словарях:

  • ὑπερβολῇ — ὑπερβολή a throwing beyond fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβολή — a throwing beyond fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερβολή — Είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου, τα οποία έχουν σταθερή διαφορά αποστάσεων από δύο δοθέντα σημεία του επιπέδου (εστίες). Η υ. είναι κωνική καμπύλη, προέρχεται, δηλαδή, από την τομή ενός επιπέδου με έναν κώνο και παριστάνεται… …   Dictionary of Greek

  • υπερβολή — η 1. η διάβαση πάνω από κάτι, η υπέρβαση: Η υπερβολή του λόφου. 2. μτφ., το υπερβολικό, η ακρότητα: Υπερβολή φιλοτιμίας. 3. μτφ., η μεγαλοποίηση των πραγμάτων: Αυτό που λες είναι υπερβολή. 4. (μαθημ.), γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπερβολῆι — ὑπερβολῇ , ὑπερβολή a throwing beyond fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβολαῖς — ὑπερβολή a throwing beyond fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβολαί — ὑπερβολή a throwing beyond fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβολᾶς — ὑπερβολή a throwing beyond fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβολᾷ — ὑπερβολή a throwing beyond fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβολῆς — ὑπερβολή a throwing beyond fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβολέων — ὑπερβολή a throwing beyond fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»